συναλλαγματογράφος

συναλλαγματογράφος
συναλλ-αγμᾰτογράφος [γρᾰ], ,
A notary, recorder of contracts, ib.42.6 (ii B.C.), POxy.237viii 36 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναλλαγματογράφος — ὁ, Α συμβολαιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάλλαγμα, άγματος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • συναλλαγματογραφία — ἡ, Α [συναλλαγματογράφος] η σύνταξη συμβολαίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”